Language: Greek

συνάπτω

Lemma συνάπτω

Wordforms and parallel words:

συναπτόμενον 1 присоединяемом (1) совокꙋплѧ́емѣмъ (1)
συναφθῆναι 2 соединиться (1) сочетава́тисѧ (2)
συναφθεῖσι 2 подава́ѧй (1)
συναφθέντας 3 соединившихся (1) сочета́вшыѧсѧ (2)
συναπτομένων 1
συνάψας 1
συναπτομένοις 1
συνήφθησαν 1 сочета́шасѧ (1)

Concordance: