πλούτῳ
πλουτογᾱθής
πλουτοδοτήρ
πλουτοδότειρα
πλουτοδότης
πλουτοκρᾰτία
πλοῦτον
πλουτοποιός
πλοῦτος
πλοῦτος1
πλουτοφόρος
πλουτόχθων
Lemmas:
In subcorpus: Show more ▼
Concordance: