μείς

μοισ-

μῑσᾰγᾰθία

μύσαγμα

μῑσᾰδελφία

μῑσάδελφον

μῑσάδελφος

μῑσᾰλάζων

μῑσαλέξανδρος

μῑσάμπελος

μῑσανθρωπία

μῑσάνθρωπος

μῑσανθρωπέω

μῑσαργῠρία

μῠσᾰρός

μῠσάττομαι

μῑσᾰθήναιος

μῠσαχθής

μισγάγκεια

μίσγω

μίσγεσκον

μίσυ

Μῡσίᾱ

μῡσίδδω

Μῡσίη

μῡσίξαι

μίσημα

Μύσιος

μῑσητία

μῑσητός

μίσηθρον

μῑσο-

μῑσοβάρβᾰρον

μῑσοβάρβᾰρος

μῑσοβᾰσῐλεύς

μῑσογύνης

μῑσογόης

μῑσοδημία

μῑσόδημος

μῠσώδης

μῑσόξενος

μῑσοκαῖσαρ

μῑσολάκων

μῑσολάμᾰχος

μῑσολογία

μῑσόλογος

μήσομαι

Μύσων

μῑσοπάρθενος

μῑσόπολις

μῑσοπονία

μισοπονηρία

μισοπονηρίαν

μισοπόνηρος

μῑσοπονηρέω

μῑσοπονέω

μῑσοπόρπαξ

μῑσοψευδής

μῑσόπτωχος

μῑσοπέρσης

μῑσόπαις

μῑσορώμαιος

μῖσος

μῑσοσύλλας

μῑσόσοφος

μῑσοτύραννος

μῑσότῡφος

μῑσοτεκνία

μῑσότεκνος

μῑσοφίλιππος

μῑσόφῐλος

μῑσόθηρον

μῑσόθεος

μῑσόχρηστος

μυσπολέω

μυστᾰγωγία

μυστᾰγωγός

μυσταγωγέω

μύσταξ

μυστικά

μυστικοῖς

μυστικός

μυστικοῦ

μυστιλ-

μιστῡλάομαι

μιστύλη

μιστύλλω

μυστιπόλος

μυστήρια

μυστηρικός

μυστηριώδης

μυστήριον

μυστηριῶτις

μυστηρίς

μυστηρίου

μύστης

μυστκιῶς

μυστοδόκος

μήστωρ

μύστρον

μισούντων

μισθαποδοσία

μισθαποδότης

μισθάριον

μισθαρνία

μισθαρνικός

μισθάρνης

μισθαρνητική

μισθαρνητικός

μισθαρνέω

μισθαρνευτικός

μισθαρχίδης

μίσθιος

μισθοδοσία

μισθοδότης

μισθοδοτέω

μίσθωμα

μισθὸν

μισθόω

μισθός

μισθώσῐμος

μίσθωσις

μισθωτική

μισθωτικός

μισθωτής

μισθωτός

μισθοφορά

μισθοφορία

μισθοφορικόν

μισθοφορικός

μισθοφορίαις

μισθοφόρος

μισθοφορέω

μῑσέλλην

μισέω

Language: Greek

μείς

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
Μῦς
Μῦς, Μυός ὁ Мий (брат Лида и Кара, миф. родоначальник мисийцев) Her.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
μῦς
μῦς, μῠός ὁ (стяж. acc. pl. μῦς, dat. μῠσί - иногда μῡσί; voc. sing. μῦ)
1) мышь: μ. ἀρουραῖος Her. полевая мышь; μ. πίττης (дор. πίσσας) γεύεται погов. Dem., Theocr. мышь вкушает смолу (о человеке, который попал в беду);
2) ракушник (Mytilus edulis, вид моллюска) Aesch.;
3) мышиный кит (Balaena musculus, крупная разновидность кита) Arst.;
4) мышца, мускул Arst., Theocr.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
μείς
μείς эол.-ион. Hom., Hes., Her., Pind. = μήν II.

Lemma μείς

Wordforms and parallel words:

μῆνας 1 мѣ́сѧцей (1)

Concordance: