Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
κρῐτήριον
κρῐτήριον τό
1) способность различения, средство суждения, мерило, критерий (τὸ κ. τινος ἐν ἑαυτῷ ἔχειν Plat.; τὸ αἰσθητήριον καὶ κ. τῶν χυμῶν Arst.; τούτων κ. ἡ αἴσθησίς ἐστιν Plut.);
2) судилище, суд (κοινὸν ἐκ πάντων τῶν Ἑλλήνων κ. Polyb.; ἕλκειν τινὰ εἰς κριτήρια NT);
3) судебное дело, тяжба (κριτήρια βιωτικά NT).