Language: Greek

κλαυθμός

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
κλαυθμός
κλαυθμός ὁ плач, рыдание (κ. καὶ στοναχή Hom.; κλαυθμοὶ παίδων Arst.): ὁ κ. καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων NT плач и скрежет зубовный.

Lemma κλαυθμός

Wordforms and parallel words:

κλαυθμὸν 1 пла́чь (1)
κλαυθμοῖς 1 плаче́внѡ (1)

Concordance: