Language: Greek

χρεωφειλέτης

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
χρεωφειλέτης
χρε-ωφειλέτης, ου ὁ должник (χιλίων καὶ τριακοσίων ταλάντων Plut.; δύο χρεωφειλέται ἦσαν δανειστῇ τινι NT).

Lemma χρεωφειλέτης

Wordforms and parallel words:

χρεωφειλέταις 3

Concordance: