χαλκαῖ
χάλκευμα
χαλκεύειν
χαλκεύω
χαλκεὺς
χαλκέλατος
χαλκεμβολάς
χαλκέμβολος
χαλκεντής
χαλκεγχής
χαλκεο-
χαλκεοκάρδιος
χαλκεομήστωρ
χαλκεομίτωρ
χαλκεομίτρας
χαλκέον
χαλκέοπλος
χαλκεόπεζος
χαλκέως
χαλκεοτευχής
χαλκεόφωνος
χαλκεοθώρηξ
χαλκαῖς
χαλκευτική
χαλκευτικός
χαλκευτής
χαλκευτός
Lemmas:
In subcorpus: Show more ▼
Concordance: