Language: Greek

κατοικία

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
κατοικία
κατ-οικία
1) заселение, колонизация (τόπος εὐφυὴς πρὸς κατοικίαν Polyb.);
2) основание, закладывание (κατοικίαι πόλεων Plut.);
3) селение, поселок, деревня (αἱ τῶν Μυσῶν κατοικίαι Polyb.; τοὺς στρατιώτας ἀπὸ τῶν κατοικιῶν συνάγειν Plut.).

Lemma κατοικία

Wordforms and parallel words:

κατοικίαν 1 житья (1) жили́ще (1)

Concordance: