DHonorare

  • Texts
    • Тре́бникъ
    • Bible
    • Letter of Aristeas
  • Search
  • Lexicon
    • Greek Lexicon
    • Church Slavonic lexicon
  • Frequencies
    • Frequencies wordforms
    • Frequencies lexemes
    • Statistic wordforms
  • Slavic dictionaries
    • Dyachenko G. Slavic dictionary
    • Sedakova O. Slavic dictionary
  • About
Mainpage > Lexicon > Greek > катэффи
 

κατευθύ

κατευθικτήσας

κατευφημήσαντες

Κατευφημήσας

κατευφημέω

κατεύθυνoν

κατεύθυνα

κατεύθυναν

κατευθύναντος

κατευθύνατε

κατευθύνει

κατευθύνειν

κατευθυνεῖς

κατευθύνω

κατευθύνομεν

κατευθυνομένην

κατευθυνομένων

κατεύθυνον

κατευθύνοντας

κατευθυνόντων

κατευθύνοντός

κατευθύνωσιν

κατευθύνουσα

κατευθυνούσης

κατευθύνθη

κατευθυνθείησαν

κατευθυνθήσεται

κατευθυνθήτω

κατευθῦναι

κατεύθυνεν

κατευθύνεται

κατέφθειραν

κατέφθειρε

κατέφθειρεν

κατεφθείρετο

Language: Greek

катэффи

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
κατευθύ
I κατ-ευθύ или κατ᾽ εὐθύ adv. прямо, напрямик: (φέρεσθαι Luc.): τὸ κ. ὁρᾶν Xen. смотреть прямо.


II
κατευθύ praep. cum gen. (на)против (τινος Plut.).
© ИА "ВОДА ЖИВАЯ". Проект "DHonorare", 2018-2025
Разработка сайта: Sajgak