DHonorare

  • Texts
    • Тре́бникъ
    • Bible
    • Letter of Aristeas
  • Search
  • Lexicon
    • Greek Lexicon
    • Church Slavonic lexicon
  • Frequencies
    • Frequencies wordforms
    • Frequencies lexemes
    • Statistic wordforms
  • Slavic dictionaries
    • Dyachenko G. Slavic dictionary
    • Sedakova O. Slavic dictionary
  • About
Mainpage > Lexicon > Greek > катава
 

κατάβᾱ

καταβαΰζω

καταβάδην

καταβακχιόομαι

καταβάλῃ

καταβαλεῖν

καταβαλεῖς

καταβαλεῖτε

καταβάλλει

καταβάλλω

καταβάλλομεν

καταβαλλόμενον

καταβαλλόμενος

καταβάλλων

καταβάλλεσθαι

καταβαλῶ

καταβαλοῦσι

καταβαλοῦσιν

κατάβαλε

καταβὰν

καταβάντες

καταβάπτω

καταβᾰρύνω

καταβαρυνόμενοι

καταβαρυνθῶμεν

καταβαρέω

καταβὰς

καταβᾶσα

καταβάσει

καταβᾰσία

κατάβασιν

καταβάσιον

κατάβασις

καταβασκαίνω

καταβασμός

καταβάσεως

καταβάτης

καταβᾰτέον

καταβαθμός

Language: Greek

катава

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
κατάβᾱ
κατάβᾱ Arph. (= κατάβηθι) 2 л. imper. aor. 2 к καταβαίνω.
© ИА "ВОДА ЖИВАЯ". Проект "DHonorare", 2018-2025
Разработка сайта: Sajgak