Language: Greek

καταμένω

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
καταμένω
κατα-μένω оставаться (περὶ Φᾶσιν ποταμόν Her.; ἐν τοῖς δήμοις Lys.; ἐν τοῖς ὑπηρετικοῖς ὅπλοις Xen.): τῆς εἰωθυίας ἀρχῆς καταμενούσης Xen. если останется прежняя власть; οὖ ἦσαν καταμένοντες NT (там), где (они) проживали.

Lemma καταμένω

Wordforms and parallel words:

καταμένοντες 1
καταμένωσι 1

Concordance: