Language: Greek

καταφρόνησις

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
καταφρόνησις
κατα-φρόνησις, εωςThuc., Plat., Arst., Diod. = καταφρόνημα.

Lemma καταφρόνησις

Wordforms and parallel words:

καταφρόνησιν 1

Concordance: