Language: Greek

καταδυναστεύω

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
καταδῠναστεύω
κατα-δῠναστεύω
1) притеснять, угнетать (τῶν πολιτῶν Diod.);
2) перен. подавлять, губить (τινά Xen.);
3) pass. быть одержимым (οἱ καταδυναστευόμενοι ὑπὸ τοῦ διαβόλου NT).

Lemma καταδυναστεύω

Wordforms and parallel words:

καταδυναστευομένοις 1
καταδυναστεύοντα 1
καταδυναστεύειν 2
καταδυναστεύει 1

Concordance: