κανῷ
Κανωβικός
Κᾰνωβίς
Κᾰνωβίτης
Κάνωβος
κανών
Κανόνα
κανόνας
κανόνι
κανονίζω
κᾰνονικόν
κᾰνονικός
κᾰνόνιον
κᾰνονίς
Κᾰνόνισμα
κανόνων
κανόνος
Lemmas:
In subcorpus: Show more ▼
Concordance: