I γυμναστικός 3 1) гимнастический (θεραπεία τοῦ σώματος
Plat.);
2) занимающийся гимнастическими упражнениями, искусный в гимнастике (γ. καὶ εὐτελής
Plut.);
3) упражняющий, развивающий (οἱ ἐριστικοὶ λόγοι γυμναστικοί εἰσιν
Arst.).
II γυμναστικός ὁ
Plat.,
Arst. = γυμναστής.