Language: Greek

фопэвма

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
θώπευμα
θώπευμα, ατος τό преимущ. pl. лесть (ἀκοῦσαι θ. Arph.); pl. льстивые речи (ψυχαὶ γλυκεῖαι εἰς θωπεύματα Eur.; θωπεύματα καὶ δελεάσματα Plut.).