I ἐπι-γνώμων 2, gen. ονος 1) знающий, сведущий (τινός
Plat.,
Sext.): χρὴ γίγνεσθαι ἐπιγνώμονας τοῦ παραλειπομένου
Plat. необходимо знать, что (именно) пропущено.
II ἐπιγνώμων, ονος ὁ сведущее лицо, знаток, эксперт (τῆς τιμῆς τινος
Dem.; ἐ. καὶ βεβαιωτὴς αἰτιῶν
Plut.).