DHonorare

  • Texts
    • Тре́бникъ
    • Bible
    • Letter of Aristeas
  • Search
  • Lexicon
    • Greek Lexicon
    • Church Slavonic lexicon
  • Frequencies
    • Frequencies wordforms
    • Frequencies lexemes
    • Statistic wordforms
  • Slavic dictionaries
    • Dyachenko G. Slavic dictionary
    • Sedakova O. Slavic dictionary
  • About
Mainpage > Lexicon > Greek > эндо
 

ἕντο

ἐνδογενοῦς

ἐνδοξά

ἐνδοξάζω

ἐνδοξαζόμενος

ἐνδοξαζομένου

ἐνδοξάζεσθαι

ἐνδοξασθήσομαι

ἐνδοξασθήσονται

ἐνδοξάσθητι

ἔνδοξοι

ἐνδόξοις

ἐνδόξῳ

ἐνδοξολογέω

ἐνδόξων

ἔνδοξος

ἐνδοξότατος

ἐνδοξότερον

ἐνδόξου

ἐνδόξους

ἐντολάς

ἐντολή

ἐντολὴν

ἐντολῆς

ἐντολῶν

ἐντολαί

ἐντολαῖς

ἐνδομάχας

ἐντομή

ἐντομίδας

ἐνδόμησις

ἐνδόμῠχος

ἔντομον

ἐνδομενία

ἔνδον

ἔντονος

ἐντόπιος

ἔντοπος

ἔντορνος

ἐντορνεύω

ἐντορεύω

ἐντός

ἐνδώσει

ἐνδόσιμον

ἐνδόσιμος

ἐνδῶσιν

ἔνδοσις

ἐνδόσθια

ἐντοσθίδια

ἐνδοσθίοις

ἐνδοσθίων

ἔντοσθε(ν)

ἐνδοτάτω

ἐνδοτέρω

ἐνδότερον

ἐνδότερος

ἔνδοθι

ἔνδοθεν

Language: Greek

эндо

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἕντο
ἕντο эп. (= εἷντο) 3 л. pl. aor. 2 med. к ἵημι.
© ИА "ВОДА ЖИВАЯ". Проект "DHonorare", 2018-2025
Разработка сайта: Sajgak