Language: Greek

ἐκλεκτός

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἐκλεκτός
ἐκ-λεκτός 3 избранный, отборный (τῶν ψιλῶν ἐκλεκτοί Thuc.; τὸ τῶν ἐκλεκτῶν δικαστήριον Plat.; πολλοί εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί NT).

Lemma ἐκλεκτός

Wordforms and parallel words:

ἐκλεκτῶν 2 избранных (2) и҆збра́нныхъ (2)
ἐκλεκτούς 1 избранным (1) и҆збра̑нныѧ (1)
ἐκλεκτῷ 1

Concordance: