Language: Greek

δρόσος

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
δρόσος
δρόσος
1) тж. pl. роса Her., Plat., Arst., Plut., pl. Aesch., Soph. etc.;
2) вода, влага (ποντία Aesch. и θαλασσία, ἐναλία Eur.; ποταμία Eur. и ἐκ ποταμῶν Arph.): δ. ἀμπέλου Pind. = οἶνος; φοινία δ. Aesch. = αἷμα; ἐλαιηρὴ δ. Anth. = ἔλαιον; ἡ ἀπόπτιστος δ. Arph. = τὸ σπέρμα τοῦ ἄρρενος;
3) свежесть, отрада (ὕμνων Pind.);
4) детеныш (δρόσοι ἄεπτοι λεόντων Aesch.);
5) молодой пушок (δ. καὶ χνοῦς Arph.).

Lemma δρόσος

Wordforms and parallel words:

δρόσου 1
δρόσον 1 росу (1) ро́сꙋ (1)

Concordance: