Language: Greek

δίοδος

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
δίοδος
δί-οδος
1) проход, проезд, переезд (τὰς διόδους φυλάσσειν Her.; ἄπειρος τῶν διόδων Thuc.; τὰς διόδους διαθρῆσαι Arph.): τῶν οὐρανίων ἄστρων δίοδοι Aesch. орбиты небесных тел;
2) прохождение, проникание (διὰ τῶν πόρων Arst.);
3) анат. проток, канал (ἡ οὐρήθρα δ. τῷ τοῦ ἄρρενος σπέρματι Arst.);
4) право прохода, пропуск (δίοδον αἰτεῖσθαι Arph. и αἰτεῖν Aeschin.; δῶρα τῆς διόδου Plut.).

Lemma δίοδος

Wordforms and parallel words:

διόδων 1
διόδους 1

Concordance: