δικῶ
δῐκογρᾰφία
δῐκογράφος
δῐκοδίφης
δῐκοδοσία
δῐκολογία
δῐκολόγος
δῐκολογέω
δίκωλος
δῐκολέκτης
δίκον
δικόνδῠλος
δικωπία
δίκωπος
δικωπέω
δικόρυμβος
δικόρυφος
δῐκορρᾰφέω
δικότῠλος
δήκοτε