Language: Greek

διαπέμπω

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
διαπέμπω
δια-πέμπω тж. med.
1) посылать в разные места, рассылать (παρὰ τὰ χρηστήρια τοὺς θεοπρόπους Her.; ἄλλον ἄλλῃ Thuc.; τινὰς πρός τινας Xen.; ἐμπόρων πλῆθος Arst.; ἄλλον εἰς ἄλλην πόλιν Plut.);
2) посылать, отправлять (τινὰ πρός τινα Arph.; πεντακοσίους ὁπλίτας τινί Thuc.; τὸ πνεῦμα τῇ καρδίᾳ Arst.; ἕτερον στρατηγὸν εἰς τὴν Ἰβηρίαν Polyb.; ἀγγέλους καὶ γράμματά τινι Plut.).

Lemma διαπέμπω

Wordforms and parallel words:

διεπεμψάμην 1

Concordance: