δένδρῳ
δενδροβᾰτέω
δενδρώδης
δενδροκόμης
δενδρόκομος
δενδροκοπέω
δένδρον
δενδροπήμων
δένδρος
δενδρῶτις
δενδροτομέω
δενδρόφῠτος
δενδροφόρος
Lemmas:
In subcorpus: Show more ▼
Concordance: