αὐλίζομαι размещаться на дворе, находиться под открытым небом (βόες αὐλιζόμεναι
Hom.; ὄϊες κατ᾽ αὐλὰς ηὐλίζοντο
Theocr.; περὶ τὴν λίμνην αὐλίζεται θηρία πτερωτά
Her.; αὐ. καὶ διανυκτερεύειν
Plut.): τὴν νύκτα ηὐλίσσντο
Thuc. они провели ночь на открытом воздухе.