Language: Greek

ἀπολιμπάνω

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἀπολιμπάνω
ἀπολιμπάνω Plut., Luc. = ἀπολείπω.

Lemma ἀπολιμπάνω

Wordforms and parallel words:

ἀπολιπέτω 1
ἀπολειφθέντων 2 ѿше́дшихъ (1)
ἀπολειπόντων 1
ἀπολείπει 1
ἀπολιπόντων 2
ἀπολίποι 1
ἀπολιπόντας 1

Concordance: