ἄνω

ἄνω1

ἄνω2

Ανωβ

ἄνωγα

ἀνώγει

ἀνῷγμαι

ἄνωγμεν

ἀνώγω

ἀνῷγον

ἀνωγέμεν

ἀνώγαιον

ἀνοδία

ἀνώδυνα

ἀνωδῠνία

ἀνώδυνον

ἀνώδυνος

ἀνοδύρομαι

ἀνώδης

ἄνοδμος

ἄνοδος

ἀνόδους

ἀνώϊστος

ἀνόητα

ἀνόητοι

ἀνόητον

ἀνόητος

ἀνοήμων

ἀνωϊστί

ἀνοήτοις

ἀνοήτῳ

ἀνοήτως

ἀνοήτου

ἀνοηταίνω

ἀνῳκοδομημένων

ἀνῳκοδόμησαν

ἀνῳκοδόμησεν

ἀνοκωχ-

ἀνῷξα

ἀνώξω

ἀνολβίη

ἀνόλβιος

ἄνολβος

ἀνολκή

ἀνολολύζω

ἀνολοφύρομαι

ἀνόλεθρος

ἄνομα

ἀνωμᾰλία

ἀνομᾰλίζω

ἀνωμαλής

ἀνωμαλίσθαι

ἀνώμᾰλον

ἀνώμᾰλος

ἀνομάλωσις

ἀνωμᾰλότης

ἀνομβρία

ἀνώμβρησαν

ἀνομβρήσει

ἀνώμβρησεν

ἄνομβρος

ἄνομοι

ἀνομία

ἀνομίαν

ἀνομίας

ἀνομίλητον

ἀνομίλητος

ἀνόμημα

ἀνομήματα

ἀνομημάτων

ἀνομοιοβᾰρής

ἀνομοιογενής

ἀνομοιοειδής

ἀνομοιομερής

ἀνομιῶν

ἀνομοιόω

ἀνόμοιος

ἀνομοίωσις

ἀνομοιόστροφος

ἀνομοιότης

ἀνόμοις

ἀνομήσητε

ἀνομήσωσιν

ἀνομήσετε

ἀνομηθῆναι

ἀνόμιχλος

ἀνομίαι

ἀνομίαις

ἀνόμμᾰτος

ἀνόμῳ

ἀνομογενής

ἀνομόζηλος

ἀνομολογία

ἀνομόλογος

ἀνομολογούμενος

ἀνομολογέομαι

ἀνόμων

ἄνομος

ἀνωμοτί

ἀνώμοτος

ἀνομοθέτητος

ἀνόμου

ἀνομοῦντες

ἀνόμους

ἄνομε

ἀνῶμεν

ἀνομέω

ἄνομες

Ανων

ἀνόνᾱτα

ἀνωνύμων

ἀνώνῠμος

ἀνόνητοι

ἀνόνητος

ἀνωνόμαστος

ἄνοος

ἄνοπλον

ἄνοπλος

ἀνόπλους

ἀνοψία

ἄνοψον

ἀνόπαια

ἀνόρᾱτος

ἀνόργᾰνος

ἀνοργίαστος

ἀνωρίη

ἀνωρύομαι

ἀνορύσσω

ἀνορύσσων

ἀνορύσσοντες

ἀνορμάω

ἄνορμος

ἀνόρνῡμι

ἀνορωρυγμένος

ἄνωρος

ἀνόροφος

ἀνορροπύγιος

ἀνορτᾰλίζω

ἀνορούω

ἀνορθοῖ

ἀνωρθωμένος

ἀνορθῶν

ἀνορθόω

ἀνορθώσας

ἀνορθώσει

ἀνόρθωσις

ἀνορθώσω

ἀνορθῶσαι

ἀνώρθωσέν

ἀνωρθώθημεν

ἀνωρθώθησαν

ἀνορθοῦται

ἄνορχος

ἀνορχέομαι

ἀνορέα

ἀνορέγω

ἀνορεξία

ἀνόρεκτον

ἀνόρεκτος

Ανως

ἀνόσια

ἀνοσίαν

ἀνοσίων

ἀνόσιος

ἀνοσιώτατον

ἀνοσιότης

ἀνοσίου

ἀνοσιουργία

ἀνοσιουργός

ἀνοσιουργέω

ἀνοσίους

ἀνόσιε

ἄνοσμος

ἄνοσος

ἀνωστικῶς

ἀνόστιμος

ἀνόστητος

ἄνοστος

ἀνόστεος

ἀνόσφραντος

ἀνῶσαι

ἀνώτατα

ἀνωτάτω

ἀνώτατος

ἀνοτοτύζω

ἀνωτέραν

ἀνωτέρας

ἀνωτερικός

ἀνωτέρω

ἀνώτερον

ἀνώτερος

ἀνώφορος

ἄνωθε

ἀνωφελῆ

ἀνωφέλεια

ἀνωφελής

ἀνωφέλητος

ἀνωφελῶς

ἀνωφελοῦς

ἀνωφελὲς

ἄνωθεν

ἀνωθέω

ἀνωφερής

ἀνόθευτος

Ανωχ

ἀνοχὰς

ἀνοχή

ἀνοχὴν

ἀνόχυρος

ἀνοχλίζω

ἀνοχλητικῶς

ἄνοχλος

ἀνοχλέω

ἀνοχμάζω

ἄνωχθι

ἀνόχευτος

Language: Greek

ἄνω

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἄνω
I ἄνω (только praes. и impf. ἦνον) доводить до конца, заканчивать, совершать, исполнять (ἔργον, ὁδόν Hom.): νύξ ἄνεται Hom. ночь близится к концу; πέμπτῳ ἔτεϊ ἀνομένῳ Her. на исходе пятого года; οὐδὲν ἦνεν Eur. он ничего не добился; ἄ. ἔς τι Arph. стремиться к чему-л.


II
ἄνω adv. (compar. ἀνωτέρω - поздн. ἀνώτερον, superl. ἀνωτάτω - реже ἀνώτατα)
1) вверх, кверху (λᾶαν ὠθεῖν Hom.): ἄ. τε καὶ κάτω στρέφειν Eur., Plat., Dem. (μεταβάλλεσθαι Plat. или ποιεῖν Dem.) ставить все вверх дном, перевертывать;
2) вверх, вглубь (страны) (ἄ. ἰέναι Her.; ἡ ἄ. ὁδός Xen.);
3) вверху, наверху: τὸ или τὰ ἄ. Xen., Plat. верхняя часть; ἄ. ἐπὶ τῆς γῆς οἰκεῖν Plat. жить на поверхности земли; τὰ ἄ. ἐν τοῖς ἔμπροσθεν, λόγοις Plat. вышесказанное; οἱ ἄ. живущие, находящиеся в живых; ἡ ἄ. πόλις Thuc. возвышенная часть города; ἡ ἄ. βουλή Plut. = Ἄρειος πάγος; τὰ ἀνωτέρω τῶν ὄντων Arst. высшие области бытия, т. е. первоначала; ἀρχαὶ πάντων κατὰ τὸ ἀνωτάτω Sext. филос. наивысшие начала;
4) в глубине (страны) (τὰ ἄ. τῆς Ἀσίης Her.): ὁ ἄ. βασιλεύς Xen. царь глубинной страны (Персии или Фракии),;
5) прежде, встарь: οἱ ἄ. χρόνοι Dem., Diod., Luc. былые времена; οἱ ἄ. τοῦ γένους Plat. люди прежних поколений; οὐ πολλοῖς ἀνώτερον χρόνοις Polyb. во времена немного более отдаленные; οἱ ἄ. μητρός Plat. предки по женской линии.


III
ἄνω praep. cum gen. выше, вверх на, по или в (αἰθέρος ἄ. Soph.; ἄ. ποταμῶν ῥεῖν Dem.): ἄ. τῶν ἱππέων Xen. выше всадников, т. е. за конным строем.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἀνῶ
ἀνῶ aor. 2 conjct. к ἀνήμι.

Wordform ἄνω

Lemmas:

ἄνω1 2
ἄνω2 10
лемма не указана 42

Parallel words:

верха (1) небесного (2) воздевшего (1) небесными (1) небесных (1)
верха̀ (1) го́рнѧгѡ (2) горѣ̀ (1) свы́ше (1) го́рнихъ (2)

In subcorpus: Show more ▼

Письмо Аристея 2 из 12932 ipm=155 freq stat
Богослужебные тексты 12 из 29840 ipm=402 freq stat
Библия 40 из 577071 ipm=69 freq stat
— Ветхий завет 40 из 577071 ipm=69 freq stat
—— Пятикнижие Моисеево 7 из 124513 ipm=56 freq stat
—— Исторические книги 24 из 250205 ipm=96 freq stat
—— Учительные книги 4 из 91862 ipm=44 freq stat
—— Пророческие книги 5 из 110491 ipm=45 freq stat

Concordance: