Language: Greek

συντελέω

Lemma συντελέω

Wordforms and parallel words:

συνετελέσθη 1
συντελέσαι 1
συντελέσωσιν 1
συντελοῦντες 1
συντελεῖσθαι 1
συντετελεσμένων 2
συντελουμένων 1
συντελοῦντος 1

Concordance: