Language: Greek

συνιστορέω

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
συνιστορέω
συν-ιστορέω сознавать: ὁ συνιστορῶν αὑτῷ τι Men. сознающий за собой что-л.

Lemma συνιστορέω

Wordforms and parallel words:

συνιστορῶσι 1
συνιστορῇς 1
συνιστορούσης 1
συνιστορεῖν 1

Concordance: