Language: Greek

συλλαμβάνω

Lemma συλλαμβάνω

Wordforms and parallel words:

συνελήφθημεν 2 зачаты (1) рождены (1) зача́хомсѧ (1) роди́хомсѧ (1)
συλληφθὲν 2 зачатое (2) зача́тое (2)
συνελήφθην 1
συλλαβοῦσα 2 принявшая (1) зачавшая (1) заче́ншаѧ (2)
συλλαμβάνει 1

Concordance: