Language: Greek

συγχράομαι

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
συγχράομαι
συγ-χράομαι
1) одновременно или совместно пользоваться: σ. τινι πρός τι Polyb. пользоваться чем-л. для чего-л.;
2) брать взаймы (τι παρά τινος Polyb.);
3) общаться (τισι NT).

Lemma συγχράομαι

Wordforms and parallel words:

συγχρώμενος 2
συγχρώμενοι 1
συγχρώμεθα 1
συγχρῆσθαι 2
συγχρωμένους 1
συγχρήσησθε 1
συγχρῶνται 1

Concordance: