Language: Greek

σκιρτάω

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
σκιρτάω
σκιρτάω
1) скакать, прыгать (ἐπὶ ἄρουραν Hom.; ἅλλεσθαι καὶ σ. Plat.; σκιρτῶσι - sc. αἱ Βάκχαι - Βρόμιον ἀνακαλούμεναι θεόν Eur.; ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν τῇ κοιλίᾳ, sc. τῆς μητρός NT);
2) взвиваться вверх, становиться на дыбы (πῶλοι ἐσκίρτων φόβῳ Eur.);
3) бушевать (σκιρτᾷ ἀνέμων πνεύματα Aesch.).

Lemma σκιρτάω

Wordforms and parallel words:

ἐσκίρτησαν 1

Concordance: