Language: Greek

πρόσοψις

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
πρόσοψις
πρόσ-οψις, εως
1) вид, внешность (ἀνδρός Pind.; π. φιλτάτη Soph.);
2) взгляд (ἐκ πρώτης προσόψεως Luc.);
3) лицо, личность (πρόσοψίν τινος εἰσιδεῖν Soph.): εἰς πρόσοψίν τινος ἐλθεῖν Eur. узреть кого-л.

Lemma πρόσοψις

Wordforms and parallel words:

πρόσοψιν 3
προσόψεως 2

Concordance: