Language: Greek

καθηγεμών

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
κᾰθηγεμών
κᾰθ-ηγεμών, ион.
κατηγεμών, όνος
1) (про)вожатый, проводник (τῇς ὁδοῦ Her.);
2) вождь, руководитель (τοῦ βίου, περὶ τῶν ὅλων Polyb.; τῆς ἀρετῆς Plut.).

Lemma καθηγεμών

Wordforms and parallel words:

καθηγεμόνες 1
καθηγεμόνα 1

Concordance: