Language: Greek

διαμονή

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
διαμονή
δια-μονή ἡ устойчивость, постоянство, продолжительность (τοῦ ἐμφύτου πνεύματος Arst.; βεβαιότης καὶ δ. Plut.): δ. αἰώνιος Diod. вечность.

Lemma διαμονή

Wordforms and parallel words:

διαμονὴν 1

Concordance: